- μεγαλύνουσιν
- увеличивают
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μεγαλύνουσιν — μεγαλύ̱νουσιν , μεγαλύνω make great aor subj act 3rd pl (epic) μεγαλύ̱νουσιν , μεγαλύνω make great pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεγαλύ̱νουσιν , μεγαλύνω make great pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)